- οχτάβα
- ηβλ. οκτάβα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οχτάβα — οχτάβα, η και οκτάβα, η οχτασύλλαβος στίχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οκτάβα — και οχτάβα, η (Μ ὀκτάβα, γεν. ης) νεοελλ. 1. μουσ. διάστημα τού οποίου ο υψηλότερος φθόγγος έχει συχνότητα διπλάσια από τη συχνότητα τού χαμηλότερου, γεγονός χάρη στο οποίο ο πρώτος γίνεται αντιληπτός ως ταυτόσημος με τον δεύτερο αλλά υψηλότερου… … Dictionary of Greek
οκτάβα — οκτάβα, η και οχτάβα, η (λ. ιταλ.) 1. στροφή οχτάστιχη με 3 ομοιοκατάληχτους στίχους. 2. το διάστημα των οχτώ μουσικών φθόγγων της μουσικής κλίμακας: Η φωνή του καλύπτει τρεις οχτάβες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όγδοος — η, ο 1. αυτός που στη σειρά έχει αριθμό 8. 2. το θηλ. ως ουσ., όγδοη ή οχτάβα ο διάστημα των οχτώ διαδοχικών μουσικών φθόγγων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)